Δᾶλος

Δᾶλος
Δᾱλος originally Asteria, or Ortygia, a floating island, where Leto bore Apollo and Artemis.
1

τοξοφόρον Δάλου θεοδμάτας σκοπόν O. 6.59

Λύκιε καὶ Δάλοἰ ἀνάσσων Φοῖβε P. 1.39

Ὀρτυγία, δέμνιον Ἀρτέμιδος, Δάλου κασιγνήτα (v. Ἄρτεμις) N. 1.4 μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος ἐν ᾇ κέχυμαι sc. if I postpone the paean to Apollo already commissioned I. 1.4 χαῖῤ, ὦ θεοδμάτα πόντου θύγατερ, χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν fr. 33c. 5. ]καλέοντι μολπαὶ [Δᾶλ]ον ἀν' εὔοδμον (coni. Housman, alii alia)

Πα. 2. . ]Δᾶλον ἀγακλέα[ Pae. 4.12

ἐρικυδέα τ' ἔσχον Δᾶλον, ἐπεί σφιν Ἀπόλλων δῶκεν ὁ χρυσοκόμας Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν (sc. οἱ ἀπ' Ἀθηνῶν Ἴωνες. Σ.) Πα. . . ἀρχαγέτᾳ τε Δάλου πίθετο fr. 140a. 58 (32). Δᾶλον ἀμφιρύταν. ?fr. 350.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δαλός — δαλός, ο (Α) 1. κομμάτι φλεγόμενου ξύλου, δαυλός 2. πυρσός 3. κεραυνός («ὅτε μὴ αὐτός γε Κρονίων ἐμβάλοι αἰθόμενον δαλὸν νήεσσι θοῇσιν») 4. είδος μετεώρου 5. (για ηλικιωμένους) καμένος πυρσός, εξαντλημένος γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαF ελός <… …   Dictionary of Greek

  • δαλός — δᾱλός , δαλός fire brand masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαλίον — δαλίον, το (Α) μικρός δαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τού δαλός*] …   Dictionary of Greek

  • головня — укр. головня, ст. слав. главьнѩ δαλός, болг. главня, сербохорв. главња, словен. glȃvnja, чеш. hlavně, hlaveň, слвц. hlaveň уголь , польск. gɫownia, в. луж. ɫuhen, н. луж. gɫownja. Скорее всего, с исходным знач. головка пылающего полена от… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Delos — For other uses, see Delos (disambiguation). Delos Δήλος General view of Delos Geography …   Wikipedia

  • δαελός — δαλεός, ο (Α) βλ. δαλός …   Dictionary of Greek

  • δαλερός — ά, όν (Α) [δαλός] καυτός …   Dictionary of Greek

  • δαυλός — (I) δαυλός και δαῡλος, ον (Α) 1. πυκνός, δασύς («δαυλά γένεια», «...καλεῑσθαι τά δασέα ὑπὸ τῶν παλαιῶν δαῡλα») 2. φρ. «δαυλοὶ πραπίδων, δάσκιοί τε πόροι» σκοτεινές μηχανορραφίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προτείνεται η αναγωγή της λ. σε IE *dns u …   Dictionary of Greek

  • δαύλον — δαῡλον, το (Α) μισοκαμένο ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τη γλώσσα τού Ησυχίου (δαύλον ημίφλεκτον ξύλον). Ο τ. δαύλον εμφανίζεται ως παράλληλος τ. τού δαλός* < *δαFελός (πρβλ. δαίω «ανάβω, πυρπολώ»] …   Dictionary of Greek

  • κάλον — κᾱλον, τὸ (Α) 1. επιγρ. ξύλο, στέλεχος, δενδρύλλιο, βλαστός 2. στον πληθ. τὰ κᾱλα α) ξύλα για κάψιμο β) ξύλινα στελέχη για την κατασκευή αψίδων τροχού άμαξας («ἐπικαμπύλα κᾱλα», Ησίοδ.) γ) τα πλοία («ἔρρει τὰ κᾱλα» καταστράφηκαν τα πλοία, Ξεν).… …   Dictionary of Greek

  • κραναός — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αττικής, διάδοχος του Κέκροπα. Σύζυγός του ήταν η Πεδιάς με την οποία απέκτησε την Κρανάη, την Κραναίχμη και την Ατθίδα. Προς τιμήν της τελευταίας, μετά τον θάνατό της, ονόμασε τη χώρα του Ατθίδα ή Αττική. Σύμφωνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”